πυρεταίνω

πυρεταίνω
πῠρετ-αίνω,
A = πυρέσσω, Hp.VM17, Epid.4.7, etc.:—[voice] Med., ὅσα συνεχῆ πυρεταίνηται f.l. in Id.Fract.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυρεταίνω — Α [πυρετός] 1. έχω πυρετό 2. μτφ. κατέχομαι από ένα νοσηρό σωματικό ή, συνήθως, ψυχικό πάθος («εἴ πως δυνηθείης τὸ πυρεταῑνον τῆς σαρκὸς φρόνημα κατασβέσαι», Νείλ.) …   Dictionary of Greek

  • επιπυρεταίνω — ἐπιπυρεταίνω (Α) [πυρεταίνω] επιπυρέσσω …   Dictionary of Greek

  • ορθοπυρεταίνω — ὀρθοπυρεταίνω (Α) έχω φυσιολογική, ομαλή θερμοκρασία σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πυρεταίνω] …   Dictionary of Greek

  • υποπυρεταίνω — Α έχω λίγο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυρεταίνω «έχω πυρετό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”